Ένα ακτινοβόλο διαστημικό όχημα από άλλο πολιτικό γαλαξία
προσγειώθηκε στη Γουόλ Στριτ το βράδυ της περασμένης Τρίτης. Γεννημένος στην
Ουγκάντα από Ινδούς γονείς, ο μόλις 34χρονος Ζόραν Μαμντάνι, δηλωμένος οπαδός
του δημοκρατικού σοσιαλισμού, εκλέχτηκε δήμαρχος στη μητρόπολη του διεθνούς
χρηματιστικού κεφαλαίου. Η επινίκια ομιλία του απέναντι σε ένα ηλεκτρισμένο
πλήθος ξεκίνησε με την απότιση φόρου τιμής στον Γιουτζίν Ντεμπς, ιδρυτή του
επαναστατικού συνδικάτου «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» και πέντε φορές
υποψήφιου προέδρου των ΗΠΑ με τη σημαία του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο πρώτο
τέταρτο του εικοστού αιώνα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποδέχτηκε τον θρίαμβο του Μαμντάνι στη
γενέτειρά του ως απόδειξη του ισχυρισμού ότι οι Δημοκρατικοί έχουν αλωθεί από
τους κομμουνιστές. Στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου, απειλούσε ότι
αν εκλεγεί ο Μαμντάνι, θα κόψει την κρατική επιχορήγηση στη μεγαλούπολη. Δεν
δίστασε μάλιστα να υποστηρίξει τον επικρατέστερο αντίπαλό του, τον Δημοκρατικό
πρώην κυβερνήτη της Πολιτείας Άντριου Κουόμο, που κατέβαινε σαν ανεξάρτητος
μετά την ήττα του στις εσωκομματικές εκλογές, μια και ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος
Κέρτις Σίλβα δεν είχε καμία ελπίδα. Ενδεικτικό της ατμόσφαιρας στους κόλπους
των συντηρητικών ελίτ ήταν ότι η New York Post του Ρούπερτ Μέρντοχ υποδέχτηκε το
σοκ της Τρίτης με ένα πρωτοσέλιδο υπό τον τίτλο «Το Κόκκινο Μήλο» (Μεγάλο Μήλο
είναι το διαδεδομένο παρατσούκλι της Νέας Υόρκης) και μια πειραγμένη
φωτογραφία, όπου ο Μαμντάνι εμφανιζόταν να υψώνει το σφυροδρέπανο.
Φυσικά, τόσο ο Τραμπ όσο και ο Μέρντοχ γνωρίζουν ότι ο νέος
ροκ σταρ των Δημοκρατικών δεν είναι κομμουνιστής- ο ίδιος δήλωσε σε συνέντευξή
του ότι νιώθει περισσότερο σαν «Σκανδιναβός σοσιαλιστής, με πιο σκούρα
επιδερμίδα». Αυτό που ενοχλεί, όχι μόνο τους δεξιούς αντιπάλους του, είναι ότι
δεν ελέγχεται από το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο, καθώς διαμορφώθηκε
στον στίβο των κοινωνικών κινημάτων και του πολιτικού ακτιβισμού. Στα φοιτητικά
του χρόνια, πρωταγωνίστησε στην οργάνωση δικτύου αλληλεγγύης προς τους
Παλαιστίνιους. Στη συνέχεια έτρεχε σε Μαραθώνιους προπαγανδίζοντας προοδευτικές
θέσεις για φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα, συμμετείχε σε απεργία πείνας οδηγών
ταξί και σε καμπάνιες για την εκλογή αριστερών Δημοκρατικών.
Όταν ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για τη δημαρχία της Νέας
Υόρκης, πριν από ένα χρόνο, ίσως ήταν το μοναδικό άτομο που πίστευε ότι θα
μπορούσε να νικήσει. Αν και είχε εκλεγεί στην πολιτειακή Βουλή από το 2020,
ήταν πολύ λιγότερο αναγνωρίσιμος στο ευρύ κοινό από όλους τους αντιπάλους του
και οι πρώτες δημοσκοπήσεις του έδιναν γύρω στο 1%. Ωστόσο η γεμάτη νεανικό
ενθουσιασμό, αισιοδοξία, επινοητικότητα και ριζοσπαστισμό εκστρατεία του
ηλέκτρισε όχι μόνο την αριστερή βάση των Δημοκρατικών, αλλά και ευρύτερα
ακροατήρια ανθρώπων, κυρίως νέων, που είχαν απογοητευτεί από το πολιτικό προσωπικό.
Δεκάδες χιλιάδες εθελοντές δημιούργησαν ένα κίνημα λαϊκής βάσης, όπως είχε
γίνει με την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς για την προεδρία, το 2016. Αποτέλεσμα
ήταν η τεράστια αύξηση της προσέλευσης στις κάλπες, που του χάρισε τη νίκη.
Από αυτή την άποψη, το φαινόμενο Μαμντάνι εμφανίζεται ως
κατοπτρικό είδωλο του φαινομένου Τραμπ- η πορεία και οι θέσεις τους είναι
διαμετρικά αντίθετες, αλλά το υπόστρωμα είναι κοινό. Και οι δύο εμφανίστηκαν ως
αντισυστημικοί, έδωσαν πολιτική διέξοδο σε τεράστια ρεύματα κοινωνικής
διαμαρτυρίας και κατάφεραν να αλώσουν (ο ένας εθνικά, ο άλλος τοπικά) το ένα
από τα δύο μεγάλα κόμματα που βρίσκονταν σε κατάσταση σύγχυσης ύστερα από
μεγάλες ήττες, αναζητώντας εναγωνίως φρέσκα πρόσωπα, ιδέες και προοπτικές.
Για να φτάσει εκεί που έφτασε, ο Μαμντάνι είχε να παλέψει με
σαράντα κύματα. Η Wall Street Journal του αφιέρωσε δέκα λίβελλους, αλλά και
οι New York Times στράφηκαν εναντίον του. Δισεκατομμυριούχοι
όπως ο Μάικλ Μπλούμπεργκ και ο Μπιλ Άκμαν επένδυσαν μαζικά στον Κουόμο και
έχασαν. Γόνος μιας ισχυρής πολιτικής δυναστείας, υφυπουργός του Κλίντον και
σύζυγος μιας κόρης του Ρόμπερτ Κένεντι στον πρώτο του γάμο, ο Κουόμο ήταν η επιτομή
του κατεστημένου των Δημοκρατικών. Ωστόσο ουδόλως υστέρησε του δεξιού Ρούντολφ
Τζουλιάνι, από τους πρώτους που κατηγόρησε τον Μαμντάνι για «κράμα
εξτρεμιστικού Ισλάμ και κομμουνισμού».
Σε τηλεοπτική εκπομπή,
ο Κουόμο δεν δίστασε να υπονοήσει ότι ο μουσουλμάνος Μαμντάνι θα χαιρόταν με
μια δεύτερη 11η Σεπτεμβρίου. Επιτροπή υποστηρικτών του Κουόμο
πλημμύρισε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με ψεύτικα, ρατσιστικά βίντεο,
δημιουργήματα τεχνητής νοημοσύνης, που εμφάνιζαν τον Μαμντάνι να τρώει με τα
χέρια ρύζι και να χαριεντίζεται με κλεφτρόνια και σεξουαλικούς παραβάτες. Ακόμη
και όταν κέρδισε το χρίσμα των Δημοκρατικών, τα μεγάλα ονόματα των Δημοκρατικών
στη Νέα Υόρκη, είτε δεν τον υποστήριξαν ποτέ, όπως ο ηγέτης τους στη Γερουσία
Τσακ Σούμερ, είτε το έκαναν την τελευταία στιγμή εντελώς ανόρεκτα, όπως ο ομόλογός
του στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Χακίμ Τζέφρις.
Σε αυτό το φόντο, η άνετη νίκη του Μαμντάνι, με εννέα μονάδες
διαφορά, ήταν καθολική ήττα όλων των κέντρων εξουσίας- του κατεστημένου και των
δύο κομμάτων, της Γουόλ Στριτ και των μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου- και
βαρόμετρο των μεγάλων αλλαγών που κυοφορούνται στο κοινωνικό σώμα. Είναι
χαρακτηριστικό ότι, παρόλο τον πόλεμο που δέχθηκε για τις θέσεις του υπέρ των
Παλαιστινίων, ο μουσουλμάνος Μαμντάνι κέρδισε το ένα τρίτο των Εβραίων της
μεγαλούπολης.
Ασφαλώς, οι μεγάλες προκλήσεις είναι μπροστά του. Τα
προηγούμενα χρόνια, κάμποσοι Δημοκρατικοί κέρδισαν μεγάλες πόλεις με αριστερές
θέσεις, για να απογοητεύσουν το κοινό τους τα επόμενα χρόνια, με τυπικό
παράδειγμα τον πρώην δήμαρχο Νέας Υόρκης Μπιλ ντε Μπλάζιο. Το κατά πόσο το
φαινόμενο Μαμντάνι είναι εξαγώγιμο από τη φιλελεύθερη Νέα Υόρκη των 8,5
εκατομμυρίων στην πιο απρόβλεπτη Αμερική των 340 εκατομμυρίων μένει να
αποδειχθεί.
Σε κάθε περίπτωση, ύστερα από τη νίκη του Τραμπ το 2024, η
μετεωρική άνοδος του Μαμντάνι φέτος ήρθε να επιβεβαιώσει ότι το
(νέο)φιλελεύθερο Κέντρο πιέζεται ασφυκτικά στις σύγχρονες Δυτικές Δημοκρατίες,
με τα δυναμικά ανερχόμενα ρεύματα να βρίσκονται στα δεξιά και στα αριστερά του.
Αυτό βλέπουμε και στην Ευρώπη, με τη Λεπέν και τον Μελανσόν στη Γαλλία, τον Φάρατζ
και τους Πράσινους στη Βρετανία και πάει λέγοντας. Από εδώ και η «Μαμντανι-
μανία» μιας ευρωπαϊκής Αριστεράς που δεν βρίσκεται στις καλύτερες μέρες της
και, σε μια αντιστροφή των όσων γνωρίζαμε για δεκαετίες, έχει φτάσει να αναζητά
στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού πηγές έμπνευσης και πρότυπα προς μίμηση.
Καθημερινή, 9 Νοεμβρίου 2025

Σχόλια