Το παρόν κείμενο γράφτηκε ως
επίμετρο για το υπό έκδοση
βιβλίο του Βασίλη Μπρούμα γύρω
από τη ζωή και το έργο του
διακεκριμένου μαρξιστή
φιλόσοφου, Ευτύχη Μπιτσάκη,
που μόλις μας άφησε. Το
δημοσιεύω με την άδεια του
Βασίλη.
Ταξιδεύοντας σε άγνωστους κόσμους με
τον Ευτύχη Μπιτσάκη
«Φυσική, φυλάξου από τη μεταφυσική!»
λέει ένα απόφθεγμα που αποδίδεται ευρέως και κατά πάσα πιθανότητα εσφαλμένα στον
Ισαάκ Νεύτωνα, δεδομένου ότι ο θεμελιωτής της κλασικής φυσικής, εκτός από το
τεράστιο επιστημονικό του έργο, ασχολήθηκε εκτενώς με τη θεολογία. Σε κάθε
περίπτωση, η προτροπή είναι αμφιλεγόμενη.
Στην πιο χαλαρή και πιο γόνιμη εκδοχή
της, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως κάλεσμα προς τους επιστήμονες να αφήνουν έξω
από τη μελέτη του φυσικού κόσμου a priori παραδοχές θεολογικού ή άλλου
μεταφυσικού χαρακτήρα, να βασίζονται μόνο στα πορίσματα της παρατήρησης, του
πειράματος, της μαθηματικής επεξεργασίας των δεδομένων και επί τη βάσει αυτών
να χτίζουν τις όποιες φυσικές θεωρίες τους. Αυτή άλλωστε ήταν, στο επίπεδο της
επιστημολογίας, η μεγάλη επανάσταση που σηματοδότησε το ιστορικό άλμα προς τα
εμπρός, από τους Σκοτεινούς Χρόνους του Μεσαίωνα, στην εποχή της
Νεωτερικότητας.
Ωστόσο στην πιο στενή και άκρως
προβληματική εκδοχή του, ο αφορισμός αυτός οδηγεί στον απόλυτο διαχωρισμό της
επιστήμης από τη φιλοσοφία- δεν είναι λίγοι μάλιστα εκείνοι που διακήρυξαν ότι
η πρόοδος των φυσικών επιστημών σήμανε τον θάνατο της φιλοσοφίας. Υπό αυτή την
οπτική, ο επιστήμονας καλείται να περιοριστεί στο (ολοένα και πιο στενό, λόγω
της αυξανόμενης εξειδίκευσης) ερευνητικό του πεδίο, στις μετρήσεις και τους
υπολογισμούς του, αποφεύγοντας οποιαδήποτε γενίκευση. Οι φιλοσοφικές
αναζητήσεις πάνω στις μεγάλες ανατροπές που έφεραν τον τελευταίο αιώνα οι
φυσικές επιστήμες (Σχετικότητα, Κβαντική Φυσική, Γενετική κ.α.) και ο
προβληματισμός για τα όρια και τις θεμελιώδεις αρχές των επιστημών θεωρούνται,
από αυτό το ρεύμα σκέψης, έργο αποτυχημένων επιστημόνων, αργόσχολων ή, στην
καλύτερη περίπτωση, κάτι παντελώς αδιάφορο για την επιστήμη.
Μαρξιστής διανοούμενος με διεθνή
αναγνώριση, ο Ευτύχης Μπιτσάκης βρέθηκε σε όλη την μακρόχρονη και δημιουργική
πνευματική του διαδρομή στην πρωτοπορία της αντιπαράθεσης με αυτή τη νοοτροπία
που καταδικάζει τους φυσικούς επιστήμονες σε πνευματική αναπηρία. Τον γνώρισα
ως δευτεροετής φοιτητής στο Φυσικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών το ακαδημαϊκό
έτος 1977-78, όταν ήταν η ψυχή μιας καινοτόμου πρωτοβουλίας που διήρκεσε μέχρι
το 1982. Κάθε Τετάρτη βράδυ, διδάσκοντες και φοιτητές συγκεντρώνονταν στο
Μεγάλο Αμφιθέατρο του Μεγάρου Φυσικής, στη Σόλωνος, για να ακούσουν την
πνευματική αφρόκρεμα της εποχής στα πεδία της Φυσικής, των Μαθηματικών, της
Βιολογίας και της Φιλοσοφίας, στο πλαίσιο τεσσάρων κύκλων διαλέξεων με τίτλο
«Θεμέλια των Επιστημών». Οι διαλέξεις, που συχνά συνοδεύονταν από ζωηρές
συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, είχαν στόχο να ανοίξουν ευρύτερους ορίζοντες
πέρα από τα στενά σύνορα της αναπόφευκτης επιστημονικής εξειδίκευσης, να
ενισχύσουν τις γέφυρες ανάμεσα στους διάφορους επιστημονικούς κλάδους, να
προσφέρουν γνώση για την ιστορική εξέλιξη των επιστημών και να ανοίξουν
προβληματισμούς για τα εννοιολογικά θεμέλια, τα όρια και τις πιθανές υπερβάσεις
των επικρατουσών θεωριών.
Εκείνη την εποχή, το Φυσικό Τμήμα του
Πανεπιστήμιου της Αθήνας ζούσε εξαιρετικά γόνιμες στιγμές. Νέοι καθηγητές, με εξαιρετικές
σπουδές και ερευνητικό έργο σε φημισμένα πανεπιστήμια της Ευρώπης και της
Αμερικής, είχαν έρθει πρόσφατα στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί τους έναν αέρα
καινοτομίας. Το φοιτητικό κίνημα, στον απόηχο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου
και της πτώσης της χούντας, βρισκόταν στο ζενίθ της ισχύος και του
ριζοσπαστισμού του- ειδικά ο σύλλογος του Φυσικού «Δημόκριτος» ήταν από τους
ισχυρότερους της Ελλάδας, με έντονη παρουσία σε πληθώρα πεδίων (μορφωτικές
πρωτοβουλίες, μουσικό συγκρότημα, τμήμα φωτογραφίας, κινηματογραφικές
εκδηλώσεις, εκδρομές κ.α.). Φοιτητές, καθηγητές και βοηθοί- επιμελητές είχαν
συγκροτήσει Τριμερή Επιτροπή, που συνεδρίαζε τακτικά και μάλιστα επεξεργάστηκε
νέο πρόγραμμα σπουδών, παρά την έντονη αντίδραση της κοσμητείας και της
πρυτανείας.
Καρπός αυτής της ευνοϊκής συγκυρίας
ήταν τα «Θεμέλια των Επιστημών», μια εμπειρία που επέδρασε καταλυτικά σε όσους
τη ζήσαμε. Θυμάμαι ακόμη τη ζωηρή εντύπωση που μου έκαναν διαλέξεις εξαιρετικών
πανεπιστημιακών δασκάλων στους οποίους είμαι πάντα ευγνώμων, όπως του Νίκου
Αντωνίου για τις συμμετρίες στη Φύση και τον μαγικό κόσμο των στοιχειωδών
σωματιδίων, του Κώστα Καρούμπαλου για τη σημασία της Πληροφορίας στις
τηλεπικοινωνίες, την έμβια ύλη και τη Θεωρία του Χάους, του Στέλιου Νεγρεπόντη
για τη μεγάλη επανάσταση του Καντόρ στα Μαθηματικά, του Κώστα Κριμπά για τη
Γενετική, του Φώτη Καφάτου για τη Μοριακή Βιολογία. Στο ίδιο ύψος στεκόταν η
συναρπαστική διάλεξη του Ευτύχη Μπιτσάκη για τα εννοιολογικά θεμέλια της
Κβαντικής Φυσικής και τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα που εγείρει. Ήταν εκείνος
που άνοιξε τα «Θεμέλια των Επιστημών» με μια εισαγωγική ομιλία που συγκίνησε
πολλούς στην ακροτελεύτια παράγραφο:
«Ζούμε στην πόλη όπου γεννήθηκε η φιλοσοφία.
Αντίξοες ιστορικές συνθήκες ξέραναν πριν από αιώνες το δέντρο της γνώσης και το
πουλί της Αθηνάς εγκατέλειψε τον τόπο που το είχε τιμήσει. Το τσιμέντο και το
καυσαέριο- πραγματικότητες και σύμβολα ενός νέου, απνευματικού τρόπου ζωής-
ολοκληρώνουν, μέσα από άλλες διαδικασίες, το έργο προηγούμενων εποχών. Παρ’ όλα
όσα υποβαθμίζουν τη ζωή μας, μπορούμε άραγε να ελπίσουμε ότι ο φιλοσοφικός
λόγος θα ξαναγεννηθεί σε αυτή την πόλη; Πιστεύω πως το ερώτημα μας απασχολεί όλους».
Η σχέση μου με τον Ευτύχη, από τη στιγμή που
τον γνώρισα, δεν ήταν μόνο σχέση φοιτητή- καθηγητή, αλλά και σχέση μεταξύ δύο
συντρόφων στο κομμουνιστικό κίνημα. Ως νεαρός Κνίτης έβλεπα με θαυμασμό και
σεβασμό τον παλιό ΕΠΟΝίτη που φυλακίστηκε, πήγε εξορία, αναγκάστηκε να διακόψει
τις σπουδές του, πέρασε κάποια διαστήματα σε δουλειές που δεν θα επέλεγε ή στην
ανεργία, παραμένοντας πάντα πιστός στις επαναστατικές του αρχές, χωρίς να κάνει
δήλωση μετανοίας. Τον άνθρωπο που μεγάλωσε στο Κάδρος, ένα ημιορεινό χωριό του
νομού Χανίων, έζησε τα παιδικά του χρόνια σε αγροτικό περιβάλλον, αλλά
κατάφερε, παρόλες τις αντιξοότητες, να μορφωθεί και να διδάξει στο Παρίσι,
παραμένοντας στις επάλξεις του αγώνα- μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ από
το 1968 έως το 1973 και της διοίκησης του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών από το 1976
μέχρι το 1989.
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης,
τα φιλοσοφικά ερωτήματα που έθεταν επί τάπητος οι επαναστάσεις της Σχετικότητας
και (κυρίως) της Κβαντικής Φυσικής απασχολούσαν ζωηρά μεγάλο μέρος των
αριστερών φοιτητών, καθώς βρίσκονταν στο κέντρο της αντιπαράθεσης μεταξύ των
μαρξιστικών και των αστικών ρευμάτων στο πεδίο της θεωρίας. Όσοι είχαμε
παρόμοιες ανησυχίες, ανατρέχαμε στο «Αντι- Ντύριγνκ» και τη «Διαλεκτική της
Φύσης» του Ένγκελς, τον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό» και τα «Φιλοσοφικά
Τετράδια» του Λένιν, για να βρούμε κάποια σημεία αναφοράς, παρότι ο πρώτος δεν
πρόλαβε να ζήσει αυτές τις δύο επιστημονικές επαναστάσεις, ενώ ο δεύτερος τις γνώρισε
μόλις στο ξεκίνημά τους. Μάθαμε ότι οι σύντροφοι του Λένιν στην ηγεσία των
μπολσεβίκων δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι τον είχε πιάσει και
ξημεροβραδιαζόταν στις βιβλιοθήκες της Βιέννης, της Γενεύης και του Λονδίνου
όταν ο κόσμος καιγότανε (μετά την ήττα της επανάστασης του 1905 για το πρώτο
βιβλίο και μετά την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου για τα Τετράδια), για να εισπράξουν
την απάντηση ότι «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατική πράξη».
Εκείνα τα χρόνια, τα βιβλία του
Ευτύχη Μπιτσάκη ήταν από τα ελάχιστα, διεθνώς αναγνωρισμένα έργα που
κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα (στην περίπτωσή του μεταφρασμένα από τα γαλλικά),
επιχειρώντας μια διαλεκτική θεώρηση της σύγχρονης φυσικής από μαρξιστική
σκοπιά. Αναφέρομαι στο «Φυσική και Φιλοσοφία», που εκδόθηκε το 1965 με το
ψευδώνυμο Κώστας Πολίτης, το «Διαλεκτική και Νεότερη Φυσική» (1974) και το «Η
φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία» (την ίδια χρονιά). Ακολούθησαν άλλα, εξίσου
σημαντικά έργα στο πεδίο της επιστημολογίας και της ιστορίας των φυσικών
θεωριών, όπως «Η δυναμική του ελάχιστου» (1980), «Το αειθαλές δέντρο της
Γνώσης» (1995), «Η εξέλιξη των θεωριών της Φυσικής» (2008) και «Χώρος και
Χρόνος» (2014). Το πρωτοποριακό έργο του Ευτύχη Μπιτσάκη στην επιστημολογία
είχε την αντανάκλασή του σε ημερίδες και συνέδρια που οργάνωσε με τη συμμετοχή
ξένων επιστημόνων στην Ελλάδα, κάποια από τα οποία φιλοξένησε το Γαλλικό
Ινστιτούτο, στο αμφιθέατρο της οδού Σίνα, με εξαιρετική επιτυχία.
Στις ζωηρές συζητήσεις που
προκαλούσαν το έργο και οι πρωτοβουλίες του Ευτύχη δεν έλειψαν, φυσικά, οι
αντιγνωμίες και αντιπαραθέσεις. Προσωπικά δεν πείστηκα για την κλίση του προς
τη σχολή των ντε Μπρέιγ και Μπομ, που εισηγούνταν μια εναλλακτική, απολύτως
αιτιοκρατική θεμελίωση της Κβαντικής Μηχανικής βάσει ενός συστήματος «λανθανουσών
παραμέτρων», ούτε για την προτίμησή του προς τις θεωρίες του «στατικού
σύμπαντος» στη θέση του μοντέλου της Μεγάλης Έκρηξης (Big Bang), δεδομένης της ασυμφωνίας των εν
λόγω εναλλακτικών μοντέλων με τα πειραματικά και αστρονομικά δεδομένα. Σε κάθε
περίπτωση, συμφωνούσαμε ότι οι καθιερωμένες θεωρίες της Κβαντικής Φυσικής και
της Κοσμολογίας έχουν συγκεκριμένα όρια και αναπάντητα ερωτήματα, και ότι η
τελική απάντηση θα δοθεί μετά από νέα δεδομένα της παρατήρησης και του
πειράματος, με τις καινούργιες επαναστάσεις που θα πυροδοτήσουν στη θεωρία. Το
ουσιώδες είναι ότι ο Ευτύχης έθεσε επί τάπητος τα καίρια ερωτήματα,
προσφέροντας πλούσια τροφή για δημιουργική σκέψη.
Στα 82 χρόνια που μεσολάβησαν από τη
στιγμή που εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ, ενώ η Ελλάδα στέναζε ακόμη κάτω από την μπότα
των Ναζί, μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Ευτύχης Μπιτσάκης υπήρξε αθεράπευτα
κομματικός. Πιστός οπαδός της λενινιστικής γραμμής, πίστευε ότι μόνο ένα
εργατικό κόμμα νέου τύπου μπορεί να εξασφαλίσει την αναγκαία ενότητα
επαναστατικής θεωρίας και πράξης, χωρίς την οποία η υπόθεση του κοινωνικού
μετασχηματισμού δεν θα έχει τύχη. Με αυτή την πεποίθηση, έδινε τις μάχες του
επί τεσσεράμισι δεκαετίες μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ, χωρίς όμως ποτέ να
απαλλοτριώνει την κριτική του ματιά. Ήδη το 1981, το βιβλίο του «Θεωρία και
Πράξη», που έθιγε θέματα- ταμπού για τον πολιτικό του χώρο, όπως τα κακώς
κείμενα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», προκάλεσε πολύ ζωηρές συζητήσεις
και του στοίχισε δημόσιες επικρίσεις από την κομματική ηγεσία.
Τη θυελλώδη
περίοδο 1989-90, με τη σύμπραξη του ΚΚΕ και του Συνασπισμού της Αριστεράς στις
κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα και την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»
να έχουν βυθίσει την Αριστερά σε υπαρξιακή κρίση, ο Ευτύχης Μπιτσάκης
ακολούθησε τα στελέχη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ και την ηγεσία της ΚΝΕ
που διαχώρισαν τη θέση τους και ίδρυσαν το Νέο Αριστερό Ρεύμα (ΝΑΡ) με πρόταγμα
την κομμουνιστική επαναθεμελίωση. Παρά τις όχι λίγες ενστάσεις του για θέσεις
και πρακτικές του νέου πολιτικού του φορέα, παρέμεινε πιστός, ενεργό μέλος του
ΝΑΡ και της μετέλιξής του, της Κομμουνιστικής Απελευθέρωσης, μέχρι τα στερνά
του.
Αν και η
επαγγελματική του ενασχόληση με τις φυσικές επιστήμες, τα μαθηματικά και τη
φιλοσοφία θα ήταν ικανές να γεμίσουν δύο και τρεις ζωές άλλων διανοούμενων, ο
Ευτύχης δεν μπόρεσε ούτε για μια στιγμή να απαλλαγεί από το μικρόβιο της
πολιτικής, παρότι δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας πολιτικός. Από τις στήλες
αρχικά της Αυγής, του Ριζοσπάστη στη συνέχεια κι έπειτα του ΠΡΙΝ, της Εποχής
και αστικών εφημερίδων, συμμετείχε στη δημόσια αντιπαράθεση για τα σημαντικά
προβλήματα της εκάστοτε συγκυρίας.
Εξίσου πολυδιάστατη είναι η
συγγραφική του δραστηριότητα. Τον Ιανουάριο του 1989 εκδόθηκε από τη Σύγχρονη
Εποχή το από πολλές απόψεις προφητικό βιβλίο του «Ρήξη ή Ενσωμάτωση», όπου
προσπαθούσε να ψηλαφίσει τις αιτίες της κρίσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και
υπέβαλε σε αυστηρή κριτική τα κατά κανόνα δεξιά λάθη του ΚΚΕ από τον Λίβανο και
μετά, στέλνοντας έμμεσα αλλά με σαφή τρόπο προειδοποιήσεις για όσα επρόκειτο να
ακολουθήσουν. Στο «Ένα φάντασμα πλανιέται» (1992) επιχείρησε μια πιο
εμπεριστατωμένη ανάλυση και ερμηνεία του γραφειοκρατικού φαινομένου που οδήγησε
στον εκφυλισμό τα καθεστώτα που προέκυψαν από την Οκτωβριανή Επανάσταση και τη
νίκη του Κόκκινου Στρατού στον αντιφασιστικό αγώνα. Στην «Ανθρώπινη Φύση- Για
έναν κομμουνισμό του πεπερασμένου» (2013) καταπιάστηκε με το θεμελιώδες ερώτημα
κατά πόσον η ιστορικά διαμορφωμένη φύση του κοινωνικού ανθρώπου είναι συμβατή
με την κατάργηση της ιδιοκτησίας, την υπέρβαση του κράτους και την κοινωνική
αυτοδιαχείριση, που βρίσκονται στην καρδιά του κομμουνιστικού σχεδίου.
Η γραφή του Ευτύχη- στις
δημοσιογραφικές επιφυλλίδες, στα πολιτικά του δοκίμια, αλλά και στα
επιστημονικά του έργα- διακρίνεται για την απλότητα και τη σαφήνειά της. Τον
θυμάμαι σε κομματικές συνεδριάσεις να πνέει μένεα για τις σκοτεινές,
μακροπερίοδες φράσεις σε κομματικά έντυπα, εισηγήσεις και αποφάσεις, λέγοντάς
μας ότι βασανίζουμε τον κόσμο και ότι οι μπερδεμένες φράσεις κρύβουν μπερδεμένα
μυαλά. Οι φοιτητές του Φυσικού στο πανεπιστήμιο της Αθήνας που παρακολουθούσαν
το μάθημά του στη δεκαετία και της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου των
Ιωαννίνων, όπου δίδαξε ως τακτικός καθηγητής από το 1981 ως το 1993,
ευεργετήθηκαν από το χάρισμα του δάσκαλου που μπορεί να μιλάει με απλό τρόπο
και σε κατανοητή γλώσσα για τις πιο περίπλοκες έννοιες. Το βιβλιαράκι του «Τι
είναι Φιλοσοφία» (1984) εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί ιδανική εισαγωγή για
όσους αποφασίζουν να ξεκινήσουν διανοητικά ταξίδια σε αυτή την ήπειρο της γνώσης.
Υποπτεύομαι ότι το πιο αγαπημένο
παιδί του Ευτύχη, εννοείται μετά τον Γιάννη, πρέπει να ήταν η «Ουτοπία», το
θεωρητικό περιοδικό που ο ίδιος ίδρυσε και διηύθυνε το 1992 και έμελλε να
συνεχίσει να το κάνει με αξιοθαύμαστο πείσμα επί τρεις δεκαετίες. Σε μια στιγμή
όπου τα κυρίαρχα ρεύματα κήρυσσαν τον θάνατο του μαρξισμού, ο Ευτύχης βάλθηκε
να δημιουργήσει ένα περιοδικό του επαναστατικού, μη δογματικού μαρξισμού που
άφησε εποχή με την ποιότητα και την ευρύτητα της θεματολογίας του. Τίποτα το
ανθρώπινο δεν του ήταν ξένο, όπως θα έλεγε ο Μαρξ. Αφιερώματα σε φιλόσοφους,
ποιητές και καλλιτέχνες, στη θεωρία των επιστημών (βεβαίως), σε ιστορικά
ορόσημα όπως ο Οκτώβρης του ’17, η Κομμούνα του Παρισιού και ο Μάης του ’68,
στον κινηματογράφο, στην λαϊκότητα, στο οικολογικό πρόβλημα (για το οποίο ο
Ευτύχης έδειξε από πολύ νωρίς ευαισθησία όσο ελάχιστοι στο χώρο μας), στην
κοινωνική ανθρωπολογία, στην πολιτική οικονομία και στα τεράστια προβλήματα που
έθεσε η μεγάλη κρίση του 2008- 2015 ανέδειξαν την Ουτοπία σε μια μάχιμη έπαλξη
του μαρξισμού, με μεγάλη εμβέλεια. Σημαντική ήταν και η συμβολή της ζωγράφου
Μαρίας Κοκκίνου, που έβαζε πάντα τις δικές της πινελιές (κυριολεκτικά) στα
τεύχη του περιοδικού, όπως και σε βιβλία του συζύγου της.
Στο περίφημο «κογκλάβιο» της οδού
Μαυρομιχάλη, όπως αποκαλούσε ο Ευτύχης τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού,
γνώρισα από πρώτο χέρι άλλες ποιότητες αυτού του χαρισματικού ανθρώπου. Την
ισχυρή συναισθηματική νοημοσύνη του, την ικανότητά του να ακούει, να
καταλαβαίνει τα κίνητρα και τις ευαισθησίες των άλλων και να παίρνει ό,τι
καλύτερο από αυτούς, σεβόμενος τις ενστάσεις ή και τις ιδιοτροπίες τους. Χάρη
σε αυτά τα χαρίσματα, κατάφερε να μαζέψει γύρω από την Ουτοπία ένα αξιόλογο
δυναμικό διανοουμένων και επιστημόνων που απλώνονταν σε ένα ευρύ ιδεολογικό
φάσμα. Μπορεί ο ίδιος να μην υποχωρούσε καθόλου εύκολα από τις απόψεις που είχε
διαμορφώσει σε οποιοδήποτε θέμα, αλλά ποτέ δεν θα επέβαλε ως αποκλειστική την
άποψή του, ούτε θα απέρριπτε ένα άρθρο για την Ουτοπία μόνο και μόνο επειδή δεν
συμφωνούσε απολύτως μαζί του.
Στο πέρασμα των δεκαετιών είχα την
τύχη να γνωρίσω τον Ευτύχη και σε πιο προσωπικές στιγμές- στο σπίτι του, στον
Βύρωνα, μαζί με τις Μαρίες μας, στο Κάδρος, όπου μας κερνούσε «τίμια», όπως
έλεγε, τσικουδιά και κάναμε βόλτες στο όμορφο περιβόλι του με τις κατσούνες
μας, στα Τεμένια, στη ταβέρνα του Προκόπη, όταν μοιράζαμε το δρόμο ανάμεσα στο
δικό μας χωριό των καλοκαιρινών διακοπών και το δικό του- και πάει λέγοντας. Ο
Ευτύχης που γνώρισα ήταν ένας άνθρωπος ευγενής, ευθύς και φιλόξενος, χωρίς
σκοτεινές γωνίες, συγκρατημένος, λιτός και περήφανος όπως οι περισσότεροι
ορεσίβιοι, χωρίς πολλές- πολλές διαχύσεις (απέφευγε τους ασπασμούς θεωρώντας
τους κατάλοιπο της ανθρωποφαγίας, όπως σκωπτικά μας έλεγε), αλλά από κάθε άποψη
αξιαγάπητος.
Με όλα τα χρόνια που κουβαλούσε στην
πλάτη του, ο Ευτύχης που γνώρισα, θαύμασα και αγάπησα εξακολουθούσε να
κουβαλάει μέσα του εκείνο το μικρό παιδί που κοίταζε τα αστέρια στον νυχτερινό
ουρανό του Κάδρου κι ύστερα άνοιξε τα
φτερά του, ταξίδεψε σε αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα και μας ξενάγησε σε
άλλους, μαγικούς κόσμους, της Φύσης, της σκέψης και του αγώνα. «Εν αρχή ήν το
θαυμάζειν», έγραψε στον πρόλογο του βιβλίου του «Ύλη και Πνεύμα», το 2011. Θα
του είμαστε για πάντα ευγνώμονες που σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς ενός
γερασμένου κόσμου, μας βοήθησε να
κρατήσουμε αναμμένη στην ψυχή μας τη φλόγα του παιδιού που θαυμάζει,
αναρωτιέται κι ετοιμάζεται να πετάξει στα ανεμοδαρμένα ύψη της επαναστατικής
ουτοπίας.
Σχόλια