Δεκατρία χρόνια και δεκατρείς ημέρες

Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου



Η πτώση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία αποτελεί ιστορικό ορόσημο για τη Μέση Ανατολή, κάτι σαν αραβικό 1989. Όπως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου σηματοδότησε την κατάρρευση των εκφυλισμένων κομμουνιστικών (μόνο κατ’ όνομα) καθεστώτων που αντλούσαν νομιμοποίηση από την παράδοση της Οκτωβριανής Επανάστασης, έτσι και η κονιορτοποίηση του καθεστώτος Άσαντ σήμανε τη χαριστική βολή του αραβικού εθνικισμού, που είχε εμπνεύσει ευρύτατα λαϊκά στρώματα κατά τη χρυσή εποχή του ηγέτη της νέας Αιγύπτου Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ και των συνοδοιπόρων του. 

Στα καλά του χρόνια, το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (αργότερα Μπάαθ) υπήρξε η πιο προχωρημένη έκφραση ενός παναραβισμού με σοσιαλιστική απόχρωση. Ηγετική φυσιογνωμία του ήταν ο Μισέλ Άφλακ, ένας διανοούμενος από χριστιανική οικογένεια της Δαμασκού που σπούδασε στη Σορβώνη, γοητεύτηκε από τον Μαρξισμό και εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα για να αποχωρήσει από αυτό τη δεκαετία του 1930, αγανακτισμένος (με το δίκιο του) για την υποστήριξη της Γαλλικής Εντολής (δηλαδή, αποικιοκρατίας) στη Συρία από την κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου του Λεόν Μπλουμ. Δημιούργημα του Άφλακ και του συμφοιτητή του στο Παρίσι Σλαχαντίν Μπιτάρ ήταν το Μπάαθ, που αγωνιζόταν για τη συνένωση όλων των Αράβων εναντίον του ιμπεριαλισμού και του σιωνισμού, με όραμα έναν σοσιαλισμό με αραβικά χρώματα. 

Έχοντας κλάδους στη Συρία και στο Ιράκ, το Μπάαθ πρωτοστάτησε στην εφήμερη ένωση Συρίας- Αιγύπτου (1958-1961). Όταν όμως καταλαμβάνει την εξουσία με στρατιωτικά κινήματα σε Ιράκ και Συρία, τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1963 αντίστοιχα, η χρυσή εποχή του έχει ήδη τελειώσει. Οι δύο κλάδοι του διασπώνται, επικεντρώνονται στα εθνικά τους διαμερίσματα και στην πορεία γίνονται εχθροί. Σειρά πραξικοπημάτων μετά την ολέθρια ήττα των Αράβων στον Πόλεμο των Έξι Ημερών με το Ισραήλ, θα φέρουν τελικά στην εξουσία τον αρχηγό της Πολεμικής Αεροπορίας Χαφέζ Άσαντ, το 1971. Η εκτεταμένη κρατικοποίηση της οικονομίας μετριάζεται με τα πρώτα μεγάλα ανοίγματα στην ντόπια αστική τάξη και το ξένο κεφάλαιο. Το καθεστώς μετατρέπεται σε αμείλικτο αστυνομικό κράτος, με τον στρατό και τις υπηρεσίες ασφαλείας να ελέγχονται ασφυκτικά από την ηγετική κλίκα της μειονότητας των Αλαουιτών (συριακή, σχεδόν κοσμική εκδοχή του σιιτισμού), ενώ οι εξεγέρσεις τμημάτων της σουνιτικής πλειοψηφίας υπό τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, όπως εκείνη της Χάμα, το 1982, πνίγονται σε λουτρό αίματος. 

Το καθεστώς του Χαφέζ Άσαντ καταφέρνει να επιβιώσει επί μακρόν χάρη στη στήριξή του από τη Σοβιετική Ένωση και τη συμμαχία του με την εμπορική, σουνιτική αστική τάξη της Δαμασκού. Αντλούσε επίσης νομιμοποίηση, κυρίως στις θρησκευτικές μειονότητες της χώρας, από την ανεξιθρησκεία του (η Συρία ήταν μέχρι την περασμένη εβδομάδα η πιο κοσμική χώρα του αραβικού κόσμου), αλλά και από τη φραστική αδιαλλαξία του απέναντι στον σιωνισμό και τον ιμπεριαλισμό. Στην πράξη, οι επιλογές του καθορίζονταν από τον κυνισμό μιας κάστας που μοναδικός της στόχος ήταν η πάση θυσία παραμονή στην εξουσία, όπως έδειξε η συμμετοχή του Χαφέζ Άσαντ στον συνασπισμό των Αμερικανών εναντίον του Μπααθικού Ιράκ, του Σαντάμ Χουσεϊν, στον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου, το 1991. 

Τέλος εποχής

Την ίδια πορεία θα ακολουθήσει ο Μπασάρ Άσαντ, που αναλαμβάνει την εξουσία μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 2000. Στο οικονομικό πεδίο, εγκαινιάζει ένα είδος “αραβικής περεστρόικα”, με εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και ανοίγματα στο ξένο κεφάλαιο, ενώ στο πολιτικό επενδύει στις σχέσεις του με την παλιά αποικιοκρατική δύναμη, τη Γαλλία, επί Ζακ Σιράκ. Ωστόσο ο δεύτερος πόλεμος των ΗΠΑ κατά του Ιράκ, το 2003 και ο φόβος ότι μετά τον Σαντάμ θα έρθει η δική του σειρά, κάνουν τον νεαρό Μπασάρ Άσαντ να αλλάξει κατεύθυνση. Συμμαχεί με το Ιράν στον σιιτικό “Άξονα της Αντίστασης”, προκαλώντας ανοιχτή εχθρότητα της σουνιτικής πλειοψηφίας της χώρας του, αλλά και των σουνιτών του Λιβάνου, όπου η Συρία διατηρούσε σοβαρή στρατιωτική παρουσία και πολιτική επιρροή, μέχρις ότου αναγκαστεί να αποχωρήσει, το 2005.

Η λεγόμενη “Αραβική Άνοιξη”, που ξέσπασε το 2011, πρώτα σε Τυνησία και Αίγυπτο κι ύστερα σε σειρά άλλων χωρών, πήρε ιδιαίτερα αιματηρή μορφή στη Συρία λόγω της εκτεταμένης και αμείλικτης κρατικής καταστολής. Σύντομα οι συγκρούσεις μετατράπηκαν σε εμφύλιο πόλεμο με εμπλοκή της Τουρκίας, του Κατάρ και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ στην πορεία προστίθενται και οι ΗΠΑ, που στέλνουν δυνάμεις στις υπό κουρδικό έλεγχο περιοχές, με πρόσχημα την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους. Το καθεστώς σώζεται μόνο χάρη στην αποφασιστική παρέμβαση της Ρωσίας στον αέρα και του Ιράν, μαζί με τη σιιτική οργάνωση Χεζμπολάχ, στο έδαφος. Ήδη όμως είναι ένα άδειο κέλυφος. 

Στα τέλη του 2024, η μεν Ρωσία είναι απορροφημένη ολοκληρωτικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία, η δε Χεζμπολάχ έχει υποστεί τεράστια πλήγματα από το Ισραήλ. Το φινάλε 13 χρόνων εμφυλίου πολέμου γράφτηκε σε μόλις 13 ημέρες, όσο χρειάστηκαν οι ένοπλες ομάδες της ισλαμικής αντιπολίτευσης να προελάσουν από το προπύργιό τους, το Ιντλίμπ, στο βορειοδυτικό άκρο της χώρας, στο Χαλέπι, ύστερα στη Χάμα, μετά στη Χομς και τελικά στη Δαμασκό, χωρίς να βρουν την παραμικρή αντίσταση. Το πόσο μισητό από τους περισσότερους και αποξενωμένο από τους υπόλοιπους είχε γίνει το καθεστώς Άσαντ φαίνεται από το γεγονός ότι οι φαντάροι πήδαγαν από τα τανκς και έβγαζαν τις στολές τους για να κρυφτούν μέσα στο πλήθος, ενώ ούτε καν οι επίλεκτες δυνάμεις του αδελφού του προέδρου δεν έριξαν ούτε μία σφαίρα για να υπερασπιστούν τη Δαμασκό. 

Ο ρόλος της Τουρκίας

Όσοι δελεάζονται να εφαρμόσουν με κλειστά μάτια στην πολιτική τη λογική του cui bono? (ποιος ωφελείται;) που ακολουθούν αστυνομικοί και ανακριτές στην αναζήτηση του ενόχου, δεν θα δυσκολευτούν να συμπεράνουν ότι η ανατροπή του Άσαντ ήταν ένα πραξικόπημα MADE IN USA and ISRAEL. Με την ίδια λογική, που παραγνωρίζει εντελώς τις εσωτερικές αντιθέσεις μιας χώρας και τις διαθέσεις του λαού της, αντιμετώπιζαν τις εξεγέρσεις της “Αραβικής Άνοιξης” ως μηχανορραφίες του Σόρος και της CIA.Όλα δείχνουν, όμως, ότι τουλάχιστον οι Αμερικανοί και οι Δυτικοί σύμμαχοί τους δεν είχαν πάρει χαμπάρι τι επρόκειτο να συμβεί, αντίθετα, όπως ανέφεραν πολλά ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου, προσέφεραν στον Άσαντ άρση των κυρώσεων και έξοδο από την καραντίνα με αντάλλαγμα να κόψει τους δεσμούς του με το Ιράν και τη Χεζμπολάχ. Άλλωστε, η τχιζαντιστική οργάνωση Hayat Tahrir al- Sham (HTS) που προέλασε στη Δαμασκό είχε χαρακτηριστεί τρομοκρατική από τις ΗΠΑ και ο αρχηγός της, Αμπού Μοχάμεντ Γκολάνι (κατά κόσμον Άχμεντ Χουσείν αλ Σάρα), παλιός κρατούμενος των Αμερικανών στο Ιράκ, είχε επικυρηχθεί αντί δέκα εκατομμυρίων δολαρίων.

Οι μόνοι που γνώριζαν τι επρόκειτο να συμβεί ήταν η Τουρκία και- ίσως- το Κατάρ. Εδώ και χρόνια, η HTS και οι σύμμαχοί της κυβερνούσαν τη βορειοδυτική επαρχία του Ιντλίμπ προστατευόμενοι από περίπου 15.000 Τούρκους στρατιώτες, διάσπαρτους σε δεκάδες βάσεις. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν το Ιντλίμπ ως ορμητήριο του λεγόμενου Συριακού Εθνικού Στρατού (SNA), δύναμης Αράβων και Τουρκμενίων μισθοφόρων της Άγκυρας εναντίον των Κούρδων ανταρτών, που ελέγχουν μεγάλο μέρος της βόρειας και Ανατολικής Συρίας. Με την προστασία της Τουρκίας και τα χρήματα του Κατάρ, όπως και διάφορων μεγιστάνων του Κόλπου, η HTS κατάφερε να κυβερνήσει αρκετά αποτελεσματικά μια περιφέρεια όπου συνωστίζονταν περίπου τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι, μόνιμοι κάτοικοι και εκτοπισμένοι του εμφυλίου, να εισπράττει φόρους, να στήνει δίκτυα κινητής τηλεφωνίας και να προετοιμάζεται να ασκήσει κυβερνητικά καθήκοντα σε ολόκληρη τη Συρία. Αμέσως μετά την προέλαση στη Δαμασκό, ο Γκολάνι ξαναέγινε αλ Σάρα, έβγαλε το τουρμπάνι, έκοψε τη γενειάδα και έδωσε φραστικές εγγυήσεις ανεκτικότητας στις μειονότητες και τους πολιτικούς του αντιπάλους για να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Δυτικών. 

Μεγάλα ρίσκα για τους νικητές

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους χαιρέτισαν την πτώση του “τυραννικού” καθεστώτος Άσαντ, ξεχνώντας βέβαια ότι δεν είναι λιγότερο τυραννικά άλλα, συμμαχικά τους αραβικά καθεστώτα, όπως εκείνα του Σίσι στην Αίγυπτο και του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στη Σαουδική Αραβία. Ασφαλώς οι Αμερικανοί έχουν ισχυρούς λόγους να τρίβουν τα χέρια τους, καθώς με την πτώση του Άσαντ η Ρωσία έζησε τη δική της “στιγμή Σαϊγκόν του 1975”, καθώς υπέστη μεγάλο πλήγμα στο γόητρό της, ενώ κινδυνεύει να χάσει τη μοναδική ναυτική βάση της στη Μεσόγειο, εκείνη της Ταρτούς, όπως και τη μεγάλη αεροπορική βάση του Χμεϊμίμ. Ο Χάφταρ στην ανατολική Λιβύη είναι ίσως μια κάποια λύση, αλλά για πόσο ακόμη;

Ωστόσο το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στη Συρία ύστερα από κάμποσες εβδομάδες ή μήνες δεν είναι καθόλου δεδομένο. Οι Αμερικανοί πανηγύρισαν και στο Ιράκ για την πτώση του Σαντάμ, αλλά τα καρβουνιασμένα πτώματα πεζοναυτών στη Φαλούτζα και στο Ραμάντι, λίγο αργότερα, είπαν μια άλλη ιστορία. Όπως πανηγύριζαν και για την ανατροπή του Καντάφι, στη Λιβύη, για να δουν αργότερα την πρεσβεία τους στη Βεγγάζη να λεηλατείται και τον πρεσβευτή τους να δολοφονείται από τους τζιχαντιστές συμμάχους τους. Αλλά και η Τουρκία, παρά τα αναμφισβήτητα κέρδη της με την εγκατάσταση υποτελών της στη Δαμασκό, κινδυνεύει να υποστεί στρατηγικό πλήγμα αν οι Κούρδοι εκμεταλλευτούν τα κενά ασφαλείας για να εδραιώσουν ένα ντε φάκτο κουρδικό κράτος στη βόρεια και ανατολική Συρία- και μάλιστα ένα ντε φάκτο κράτος που δεν θα είναι συνεννοήσιμο με την Άγκυρα, όπως η κουρδική διοίκηση του βορείου Ιράκ, αλλά θα εμπνέεται από την ιδεολογία του Αμπντουλά Οτσαλάν και θα αποτελεί μαγνήτη για τον κουρδικό αλυτρωτισμό μέσα στη γειτονική Τουρκία. Ήδη οι Κούρδοι πήραν τη στρατηγική πόλη Ντέιρ Εζόρ στον Ευφράτη, όπου βρίσκονται αμερικανικά στρατεύματα και κοιτάσματα πετρελαίου, ενώ οι μισθοφόροι των Τούρκων εκτόπισαν τους Κούρδους από το Ταλ Ριφάατ και το Μανμπίτζ. 

Αν υπάρχει ένας αναμφισβήτητα κερδισμένος από την ανατροπή του Άσαντ είναι το Ισραήλ. Προτού ακόμη μπει η HTS στη Δαμασκό, ο ισραηλινός στρατός είχε κατέβει από τα κατεχόμενα Υψώματα του Γκολάν για να καταλάβει, τα επόμενα εικοσιτετράωρα, την ουδέτερη ζώνη και να προωθηθεί σε βάθος 28 χιλιομέτρων μέσα στη Συρία, καταλαμβάνοντας 400 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ταυτόχρονα, βομβάρδισε εκατοντάδες στόχους, καταστρέφοντας ολόκληρο το πολεμικό ναυτικό της Συρίας και σειρά βάσεων. Το κυριότερο, η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ μετά τη δραστική αποδυνάμωση της Χεζμπολάχ κατέστρεψαν τον σιιτικό “Άξονα της Αντίστασης” και αποδυνάμωσαν σοβαρά τον κυριότερο περιφερειακό αντίπαλο του Ισραήλ, το Ιράν, όπου η ισλαμική ηγεσία θα πρέπει να φοβάται μήπως έχει αύριο την τύχη του Άσαντ. Το οξύ δίλημμα για την Τεχεράνη είναι αν θα κάνει το μεγάλο, πολύ επικίνδυνο άλμα προς την απόκτηση πυρηνικού όπλου (το οποίο δεν αποτελεί πανάκεια για κανένα καθεστώς, όπως έδειξε η πείρα της Νότιας Αφρικής) ή αν σπεύσει σε έναν επώδυνο συμβιβασμό με τον Τραμπ, από πιο αδύναμες θέσεις. ‘Οσο για τους Παλαιστίνιους, παρά τους πανηγυρισμούς της Χαμάς για την πτώση του Άσαντ (τον οποίο οι δυνάμεις της στους παλαιστινιακούς προσφυγικούς καταυλισμούς της Συρίας είχαν πολεμήσει, κόντρα στη Χεζμπολάχ, στον συριακό εμφύλιο) μάλλον δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από τη νέα εξουσία των τζιχαντιστών στη Συρία, όπως μάταια περίμεναν και κάτι περισσότερο από φραστική υποστήριξη από τα αφεντικά τους στην Άγκυρα.

Και τώρα;

Ασφαλώς η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να χύσει πικρό δάκρυ για την πτώση του απολυταρχικού καθεστώτος Άσαντ. Αλλά και δεν μπορεί να πανηγυρίζει, με κάθε ελαφρότητα, μαζί με τον Μπάιντεν και τον Νετανιάχου για την καταστροφή μιας κομβικής σημασίας αραβικής χώρας, που μετατρέπεται σε πεδίο βολής φτηνό των μεγάλων και των περιφερειακών δυνάμεων. Αυτό που μπορεί να εύχεται και οφείλει να υπερασπίζεται μια Αριστερά που σέβεται τον εαυτό της, είναι η προοπτική μιας Συρίας εδαφικά ακέραιης, εθνικά ανεξάρτητης, χωρίς καμία στρατιωτικη βάση ξένης δύναμης, με ίσα δικαιώματα για όλους, ανεξάρτητα από εθνότητα, θρήσκευμα, φυλή και φύλο. Μια τέτοια Συρία δεν μπορεί παρά να είναι έργο του ίδιου του συριακού λαού που, όπως όλοι οι λαοί, μαθαίνει από τα λάθη και τις διαψεύσεις των αυταπατών του. 

Σχόλια