Η πανδημία λειτουργεί ως καταλύτης,
κλιμακώνοντας τη σύγκρουση των δύο μεγαλύτερων οικονομιών
Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Καθημερινή, 3 Μαίου 2020
Την περασμένη Κυριακή, η εφημερίδα
Global Times, αγγλόφωνη έκδοση της «Λαϊκής Ημερησίας», δηλαδή του επίσημου
οργάνου του Κ.Κ. Κίνας, αφιέρωνε το κύριο άρθρο της στον Μάικ Πομπέο. Ηταν ένας
πραγματικός λίβελλος, καθώς η εφημερίδα χαρακτήριζε τον Αμερικανό αξιωματούχο
ως «τον χειρότερο υπουργό Εξωτερικών» των ΗΠΑ, εκτιμώντας ότι «ο πρώην
διευθυντής μυστικών υπηρεσιών εννοεί να μετατρέψει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε
παράρτημα της CIA».
Αφορμή για την έκρηξη οργής του
Πεκίνου στάθηκαν προγενέστερες δηλώσεις του Πομπέο, ο οποίος κατηγόρησε την
Κίνα ότι έκρυβε τα πραγματικά στοιχεία για τον κορωνοϊό στα πρώτα στάδια της
επιδημίας, επιφέροντας τεράστια υγειονομική και οικονομική ζημία στις ΗΠΑ. Στο
μεταξύ, ο Ρεπουμπλικανός γενικός εισαγγελέας του Μιζούρι είχε ασκήσει αγωγή στο
κινεζικό κράτος, αξιώνοντας οικονομική αποζημίωση. Μια πρωτοφανής στα δικαστικά
χρονικά κίνηση, η οποία είναι απίθανο να έχει συνέχεια, δεν παύει όμως να
προσθέτει άλλη μία πινελιά στο σκηνικό του νέου Ψυχρού Πολέμου, αυτή τη φορά
μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Το γεγονός ότι η Global Times άφησε
στο απυρόβλητο τον Ντόναλντ Τραμπ δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα. Και ο
Αμερικανός πρόεδρος φροντίζει να διατηρεί μια πολιτισμένη σχέση με τον Κινέζο
ηγέτη Σι Τζινπίνγκ, αλλά δεν φείδεται βιτριολικών επιθέσεων εναντίον της χώρας
του. Από την πρώτη στιγμή που κατεγράφησαν κρούσματα της COVID-19 στις ΗΠΑ,
έκανε λόγο για «κινεζικό ιό». Σύμφωνα με ρεπορτάζ του αμερικανικού Τύπου, το
τελευταίο διάστημα ο Τραμπ πνέει μένεα εναντίον της Κίνας, θεωρώντας ότι
κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές του Νοεμβρίου λόγω των δυσμενέστατων
οικονομικών επιπτώσεων από την κινεζικής προέλευσης πανδημία.
Ολοι γνωρίζουν, βέβαια, ότι η δυσχερής
θέση του Αμερικανού προέδρου είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των δικών του
πράξεων και παραλείψεων, με αποκορύφωμα την ιλαροτραγική έμπνευσή του για
ενδεχόμενες θεραπείες με σολάριουμ υπεριωδών ακτίνων και ενέσεις χλωρίνης, μια
τοποθέτηση που θα συνοδεύει στον αιώνα τον άπαντα την πολιτική του βιογραφία.
Προσπαθώντας να αλλάξει την ατζέντα και να αφήσει πίσω του αυτό το ατόπημα, ο
Ντόναλντ Τραμπ επανήλθε στις αιτιάσεις του εναντίον της Κίνας την περασμένη
Δευτέρα, δηλώνοντας ότι οι ομοσπονδιακές αρχές διεξάγουν έρευνες για να
εξακριβώσουν πώς διαδόθηκε ο ιός και επιφυλάχθηκε για αντίποινα.
Για να πούμε την αλήθεια, ο Τραμπ δεν
είναι μόνος στις αιτιάσεις του. Στις 14 Απριλίου, η εφημερίδα Washington Post
πλάσαρε το σενάριο να έχει ξεφύγει κατά λάθος ο ιός από το νέο ερευνητικό
κέντρο βιοτεχνολογίας της Γουχάν, το οποίο κατασκευάστηκε το 2017 με τη βοήθεια
της Γαλλίας. Παρέθεσε μάλιστα τηλεγραφήματα της αμερικανικής πρεσβείας στο
Πεκίνο από τον Ιανουάριο του 2018, τα οποία προειδοποιούσαν για κενά ασφαλείας
στο εν λόγω εργαστήριο. Τις επόμενες ημέρες, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν
και ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντόμινικ Ράαμπ άφηναν και αυτοί σκιές,
ζητώντας εξηγήσεις από το Πεκίνο. Πιο προχωρημένος, ο πρωθυπουργός της
Αυστραλίας Σκοτ Μόρισον ζήτησε να διεξαχθεί διεθνής έρευνα για το θέμα, κατά το
πρότυπο των ερευνών για όπλα μαζικής καταστροφής.
Η αντίδραση του Πεκίνου ήταν άμεση.
Αρκετοί Κινέζοι αξιωματούχοι όχι μόνον απέρριψαν κατηγορηματικά τις κατηγορίες
για το εργαστήριο της Γουχάν, αλλά προσπάθησαν να αντιστρέψουν την εικόνα,
διατυπώνοντας την (εξίσου αστήρικτη) εικασία ότι Αμερικανοί στρατιώτες
«φύτεψαν» στην κινεζική μεγαλούπολη τον ιό στη διάρκεια των αγώνων Military
World Games, που φιλοξενήθηκαν εκεί τον περασμένο Οκτώβριο. Το κινεζικό
υπουργείο Εξωτερικών απείλησε απερίφραστα τον Μόρισον ότι, αν συνεχίσει την
εκστρατεία του, θα εισπράξει μποϊκοτάζ στα αυστραλιανά κρασιά και βοδινά
(κύριος εξαγωγικός προορισμός των οποίων είναι η Κίνα), ενώ η χώρα του θα
στερηθεί το συνάλλαγμα από δεκάδες χιλιάδες Κινέζους φοιτητές. Διπλωματικά
διαβήματα της Κίνας υποχρέωσαν την υπηρεσία εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., υπό
τον Τζοζέπ Μπορέλ, να απαλείψει αναφορές περί «εκστρατείας παραπληροφόρησης»
από την πλευρά της Κίνας σε έκθεση για την εξέλιξη της πανδημίας.
Ασφαλώς οι σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και
Κίνας ήταν τεταμένες και προ κορωνοϊού. Ο εμπορικός πόλεμος χαμηλής έντασης της
κυβέρνησης Τραμπ, με αιχμή το κινεζικό μεγαθήριο των τηλεπικοινωνιών Huawei και
τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας πέμπτης γενεάς (5G), όπως και οι κυρώσεις σε
κινεζικές εταιρείες τεχνητής νοημοσύνης, ήδη απειλούσαν να φέρουν σε μετωπική
ρήξη τους δύο ισχυρότερους πόλους της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο η ασύμμετρη
ανταπόκριση των δύο μεγάλων δυνάμεων στην πανδημία ήρθε να ενισχύσει τους
φόβους της Ουάσιγκτον για μεγέθυνση της κινεζικής οικονομικής και γεωπολιτικής
ισχύος.
Ενώ στην αρχή η κυβέρνηση Τραμπ είδε
την επιδημία ως «κινεζικό Τσερνόμπιλ», στη συνέχεια η Κίνα κατάφερε να θέσει
υπό έλεγχο τη νόσο και να επιδοθεί σε μια δυναμική διπλωματία ήπιας ισχύος με
την προσφορά ιατρικού και προστατευτικού εξοπλισμού, ενώ η Αμερική αντιμετώπιζε
τρομακτικό υγειονομικό, οικονομικό και ηθικό κόστος. Την περασμένη Δευτέρα, η
Γερμανίδα υπουργός Αμυνας Ανεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ μετέβη προσωπικά στο
αεροδρόμιο της Λειψίας για να υποδεχθεί, ευγνώμων, αεροπλάνο που μετέφερε 10
εκατομμύρια μάσκες από την Κίνα, ενώ ο ιδρυτής της Alibaba (κινεζικού
αντίστοιχου της Amazon) Τζακ Μα συναγωνίζεται τον Μπιλ Γκέιτς σε διεθνή
ανθρωπιστική βοήθεια.
Η «κίτρινη απειλή»
Γεγονός είναι ότι η υστερία για την
«κίτρινη απειλή» έχει γίνει κάτι σαν εθνικό σπορ στην Ουάσιγκτον, όπως έγραφε
τελευταία αρθρογράφος των Times. Πρόσφατη έρευνα του Pew Research Institute
έδειξε ότι τα δύο τρίτα των Αμερικανών έχουν αρνητική έως πολύ αρνητική γνώμη
για την Κίνα. Η εχθρότητα απέναντι στο Πεκίνο είναι το μόνο πράγμα που ενώνει
αυτή τη στιγμή τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικανούς, καθώς και τα δύο
στρατόπεδα προσπαθούν να κερδίσουν ψήφους ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου. Προ
ημερών, η εκστρατεία του Τζο Μπάιντεν έβαλε πληρωμένη διαφήμιση σε τηλεοπτικά
δίκτυα όπου κατηγορούσε τον Τραμπ ότι είναι πολύ ενδοτικός έναντι του Πεκίνου.
Από πολλές απόψεις, οι φόβοι για
επικίνδυνη ενδυνάμωση της Κίνας μέσα από την παρούσα κρίση φαίνονται
υπερβολικοί. Η χώρα είχε για πρώτη φορά σημαντική συρρίκνωση της οικονομίας της
(κατά 6,8% το πρώτο τρίμηνο του 2020 σε σύγκριση με το περυσινό), ενώ ήδη
πλήττεται από κύμα επαναπατρισμού αμερικανικών και ιαπωνικών επιχειρήσεων.
Ενδεχομένως η Δύση θα έπρεπε, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να ανησυχεί λιγότερο
για την ισχύ της Κίνας και περισσότερο για τη σχετική αδυναμία της. Ενώ στην
κρίση του 2008 η ασιατική δύναμη αναδείχθηκε σε ατμομηχανή για την ανάκαμψη της
παγκόσμιας οικονομίας με το αστρονομικό πρόγραμμα επενδύσεων που έφτανε στο 13%
του ΑΕΠ, το φετινό πρόγραμμα στήριξης μόλις που ανέρχεται στο 3%.
Το παράδειγμα των επιστημόνων
Κινδυνεύοντας να βρεθούν ανάμεσα στα
πυρά που εκτοξεύονται από Ουάσιγκτον και Πεκίνο, οι Ευρωπαίοι έχουν κάθε λόγο
να ανησυχούν. Η Γηραιά Ηπειρος έζησε, πριν από έναν αιώνα, τις ζοφερές
επιπτώσεις από τους εμπορικούς πολέμους ύστερα από την κατάρρευση του κανόνα
του χρυσού και δεν θα έχει κανένα συμφέρον από την επανάληψη αυτού του
σεναρίου, τη στιγμή που η ανθρωπότητα χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε τη διεθνή
συνεργασία.
Το μόνο αισιόδοξο στοιχείο μέχρι
στιγμής είναι ότι η επιστήμη, που από τη φύση της δεν γνωρίζει σύνορα, δεν
φαίνεται πρόθυμη να ακολουθήσει τον συγκρουσιακό δρόμο των πολιτικών. Το
Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στη Νέα Υόρκη, συνεργάζεται άψογα με το κινεζικό Κέντρο
Ελέγχου των Λοιμώξεων σε εντατικές έρευνες γύρω από την πορεία διάδοσης του ιού
σε όλη την κινεζική επικράτεια. Θα ευχόταν κανείς μια ανάλογη, εντατική
συνεργασία ανάμεσα σε ΗΠΑ, Κίνα και Ευρώπη για την ταχύτερη ανακάλυψη και
μαζική παραγωγή του εμβολίου για την COVID-19, αλλά στις μέρες μας αυτό που
επιτάσσει η κοινή λογική μοιάζει με ονειροφαντασίωση.
Σχόλια