Κι όμως, τα λεφτόδεντρα ανθίζουν!


Διαγραφή κρατικών χρεών, η επόμενη πρόκληση για την ΕΕ

Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ



Απαντώντας στην πίεση της αντιπολίτευσης για πιο γενναία μέτρα στήριξης των λαϊκών εισοδημάτων και της οικονομίας κατά την πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανήλθε στον προσφιλή του αφορισμό περί λεφτόδεντρων. «Αυτό το οποίο κάνετε είναι να ποτίζετε ένα φυτό που δεν υπάρχει πλέον, γιατί το λεφτόδεντρο μαράθηκε οριστικά το 2015. Και όσο λίπασμα και αν θέλετε να του προσθέσετε, δεν πρόκειται να πετάξει πάλι βλαστάρι», είπε ο πρωθυπουργός, απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα.

Για όσους από εμάς δεν διαθέτουμε επιστημονικό υπόβαθρο πάνω στα αλλόκοτα είδη της χρηματοοικονομικής χλωρίδας, η ειρωνική τοποθέτηση ηχεί ενδεχομένως εύλογη. Να όμως που αρκετοί σοβαροί οικονομολόγοι, μη έχοντες την παραμικρή σχέση με τον σοσιαλισμό και τις παραφυάδες αυτού, διατυπώνουν την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη: τα λεφτόδεντρα όχι μόνο ευδοκιμούν τούτη την παράξενη άνοιξη, αλλά αποτελούν το βασικό εργαλείο κρατών και υπερεθνικών οργανισμών, όπως η ΕΕ, για την αντιμετώπιση της οικονομικής καταστροφής.

Ένας από αυτούς είναι ο Πατρίκ Αρτούς, επικεφαλής των οικονομολόγων του γαλλικού, επενδυτικού ομίλου Natixis. Σε συνέντευξή του, που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της Le Monde, σημειώνει ότι οι εθνικές κυβερνήσεις των πιο ισχυρών κρατών καλύπτουν μέρος των απωλειών στον τζίρο των επιχειρήσεων και στα εισοδήματα των εργαζομένων μέσω της αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος, που εκτινάσσεται σε δυσθεώρητα ύψη: 7,5% σε επίπεδο ευρωζώνης (έναντι 3% που είναι το ανώτατο όριο κατά το προσωρινά ανεσταλμένο Σύμφωνο Σταθερότητας), 10% στη Γαλλία και 19% στις ΗΠΑ- κι αυτά, ενώ δεν έχουμε κλείσει ακόμη δύο μήνες της σοβούσας κρίσης.

Προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το έλλειμμα, τα εθνικά κράτη έσπευσαν να δανειστούν από τις αγορές, μεγεθύνοντας απότομα το δημόσιο χρέος. Αναπόφευκτη συνέπεια ήταν η άνοδος των επιτοκίων τις πρώτες βδομάδες της κρίσης, κάτι που γρήγορα θα οδηγούσε πολλές χώρες σε αδυναμία δανεισμού με υποφερτά επιτόκια. Εδώ είναι που παρενέβη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), αγοράζοντας μαζικά ομόλογα, δηλαδή ρίχνοντας πολύ χρήμα στην αγορά ώστε να συντηρήσει τις δυνατότητες δανεισμού των κρατών.

Με άλλα λόγια, η (κατά γενική ομολογία ανεπαρκής) διαχείριση της οικονομικής καταστροφής από την ΕΕ στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, ακριβώς στα περιφρονημένα λεφτόδεντρα. Ελλείψει πιο τολμηρών μέτρων μεταφοράς πόρων στις πιο ευάλωτες χώρες (επιδοτήσεις και όχι δάνεια από το σχεδιαζόμενο Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο ουδείς γνωρίζει πότε και πώς θα λειτουργήσει, ευρωομόλογα για δανεισμό όλων των κρατών με ίσους όρους), η Ελλάδα, όπως και οι άλλες σκληρά πληττόμενες χώρες, δεν έχουν άλλο δρόμο από το να εκμεταλλευτούν τα χαμηλά επιτόκια για να δανειστούν με στόχο την αποτροπή μιας τρομακτικής οικονομικής κατάρρευσης και ανθρωπιστικής κρίσης.

Ασφαλώς οι τονωτικές ενέσεις από τους σύγχρονους αλχημιστές του χρήματος έχουν τα όρια και τις παρενέργειές τους. Η πιο οφθαλμοφανής παρενέργεια είναι η διόγκωση των ήδη προβληματικών, για τις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, χρεών. Πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, το χρέος σε επίπεδο ΟΟΣΑ κυμαινόταν γύρω από το 75% του ΑΕΠ. Τα μέτρα που πήραν τα εθνικά κράτη για να σώσουν τις τράπεζες και μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους (στέλνοντας αργότερα το λογαριασμό στη λαϊκή πλειοψηφία) ανέβασαν το χρέος σε 100%, κατά μέσον όρο, κι αυτή η στάθμη έμεινε περίπου σταθερή την επόμενη δεκαετία. Μέσα από την κρίση του κορωνοϊού, το χρέος σε επίπεδο ΟΟΣΑ αναμένεται να ανέβει στο 120% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο, κι αυτό στο αισιόδοξο σενάριο ότι δεν θα υπάρξει δεύτερο κύμα γενικευμένων περιοριστικών μέτρων. Για χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, που μπήκαν στη νέα κρίση με το χρέος στο 177% και το 135% αντίστοιχα, και που εξαρτώνται κατά πολύ από τον τουρισμό, η επιβάρυνση θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.

Η προσωρινή αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας έδωσε τη δυνατότητα αύξησης του δανεισμού, κρύβοντας το πρόβλημα κάτω από το χαλί, αλλά η στιγμή της αλήθειας δεν θα αργήσει να έρθει. Μέσα σε λίγους μήνες, οι εθνικές κυβερνήσεις και η ίδια η ΕΕ θα κληθούν να απαντήσουν στο οξύτατο δίλημμα: να επιβάλουν νέα, μνημονιακού τύπου, πακέτα περικοπών για να εξυπηρετήσουν το χρέος, διακινδυνεύοντας κοινωνικές εκρήξεις και φρενάροντας την ανάκαμψη από μια δραματική ύφεση ή να σπάσουν το ταμπού για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους;

Ο αντίλογος μας είναι γνώριμος από την κρίση χρέους του 2010. Μεγάλο, για πολλές χώρες το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους τους, βρίσκεται σε χέρια ξένων, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία βορείων χωρών και τα ταμεία των πετροδολαρίων που έχουν δημιουργήσει κράτη- εισοδηματίες. Ενδεχόμενο κούρεμα αυτών των ομολόγων, πέραν του ότι θα δημιουργούσε ηθικό και πολιτικό ζήτημα (μιλάμε για τους συνταξιούχους που θα έχαναν μέρος των αποδοχών τους), θα καθιστούσε αδύνατο, για απρόβλεπτο διάστημα, τον περαιτέρω δανεισμό από τις διεθνείς αγορές, οπότε η «εσωτερική υποτίμηση» θα γινόταν μονόδρομος (με δεδομένο ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης οι δυνατότητες για διμερείς συμφωνίες είναι πολύ περισσότερο περιορισμένες από το 2010).

Ακόμη κι αν αγνοήσουμε, όμως, τις ριζοσπαστικές θέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αντιμετώπιση της βραδυφλεγούς βόμβας του χρέους σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός παραμένει ότι μεγάλο και διευρυνόμενο, στις συνθήκες αυτής της κρίσης, μέρος του δημόσιου χρέους των χωρών της ευρωζώνης (αναμένεται να φτάσει το 35% έως και 40%) βρίσκεται ή θα βρεθεί στα χέρια της ΕΚΤ και των εθνικών, κεντρικών τραπεζών που εντάσσονται σ’ αυτήν. Αυτό το πολύ σημαντικό μέρος του δημόσιου χρέους θα μπορούσε να διαγραφεί εύκολα και, σε μεγάλο βαθμό, ανώδυνα.

Θα ακούσουμε, βέβαια, ότι κάτι τέτοιο απειλεί να εξασθενίσει το ευρώ στις διεθνείς αγορές και να τροφοδοτήσει τον πληθωρισμό. Προφανώς, ένας μη ειδικευμένος στα χρηματοοικονομικά δημοσιογράφος δεν μπορεί να απαντήσει σε παρόμοιες αιτιάσεις μετά λόγου γνώσεως. Όλοι οι σοβαροί οικονομολόγοι, όμως, που έχουμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε μέσα από τον ελληνικό και τον διεθνή Τύπο βεβαιώνουν ότι τη στιγμή της βαθιάς ύφεσης και της εκτίναξης της ανεργίας, ο υπαρκτός κίνδυνος είναι όχι ο πληθωρισμός, αλλά ίσα- ίσα ο αποπληθωρισμός, που θα δυσκολέψει αφάνταστα την ανάκαμψη.

Όλη η ιστορία του καπιταλισμού μας λέει ότι τα χρέη δεν είναι για να αποπληρώνονται, αλλά για να εξυπηρετούνται. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το δημόσιο χρέος των ευρωπαϊκών κρατών ήταν γύρω στα 200% του ΑΕΠ, πολύ μεγαλύτερο από τα σημερινά επίπεδα. Αυτά τα χρέη δεν αποπληρώθηκαν ποτέ. Αν εξαιρέσει το σημαντικό τμήμα τους που χαρίστηκε (και σωστά, με βάση την πικρή πείρα της συνθήκης των Βερσαλλιών) στην ηττημένη Γερμανία, η εξυπηρέτηση των υπολοίπων έγινε δυνατή χάρη σε μια συνέργεια παραγόντων, από τους οποίους δύο ήταν οι κυριότεροι: η δυναμική ανάπτυξη των μεταπολεμικών οικονομιών, χάρη στην οποία το χρέος μειωνόταν όχι σε απόλυτα νούμερα, αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ, και ο (όχι ανεξέλεγκτος) πληθωρισμός, που διευκόλυνε αυτό που ο Κέινς περιέγραφε ως «ευθανασία του εισοδηματία», μειώνοντας το βάρος του χρέους. 

Πέραν των διαφορετικών αντικειμενικών συνθηκών, βασικός παράγοντας που εμποδίζει

μέτρα αυτής της φιλοσοφίας σήμερα είναι η λυσσώδης αντίδραση των βορείων κρατών 

της ευρωζώνης, με επικεφαλής τη Γερμανία, σε κάθε τι που υπερβαίνει τις υπάρχουσες 

συνθήκες και προκαλεί, άμεσα ή έμμεσα, μεταφορά πόρων προς τις πλέον ευάλωτες χώρες.

 Εάν επιμείνουν σε αυτή την άκαμπτη γραμμή, θα διακινδυνεύσουν τη διάλυση ή διάσπαση 

της ευρωζώνης, όσο λίγοι κι αν εμφανίζονται οι ηγέτες των χωρών που έχουν υποστεί τις 

μεγαλύτερες απώλειες από την κρίση. Σε κάθε περίπτωση, το να προσπερνά κανείς με 

αστεϊσμούς περί λεφτόδεντρων την ανάγκη ριζοσπαστικών μέτρων, σημαίνει ότι 

συντάσσεται με τη Γερμανία και τους συμμάχους της, περιφρονώντας την αγωνία του δικού

 του λαού.

Σχόλια