Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Το ακρωνύμιο είναι κακόηχο σε όποια γλώσσα κι αν το προφέρεις,
αλλά αυτό είναι το λιγότερο γι αυτούς που σύντομα θα αναγκαστούν να το
υποφέρουν. Πολλοί θα σκεφτούν, ίσως, ότι η Ταϊβάν πέφτει πολύ μακριά, αλλά κι η
Κορέα του ‘50 δεν ήταν πιο κοντά μας.
AUKUS είναι ο καινούργιος εφιάλτης για την
παγκόσμια ειρήνη που κάνει το γύρο του κόσμου από την περασμένη Τετάρτη, όταν
Αυστραλία (Α), Ηνωμένο Βασίλειο (UK) και Ηνωμένες Πολιτείες (US) ανακοίνωσαν το νέο, τριμερές
στρατιωτικό Σύμφωνο που συνομολόγησαν εναντίον της Κίνας. Κάποιοι είπαν ότι
επρόκειτο για μια βεβιασμένη κίνηση του Τζο Μπάιντεν για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις
από το φιάσκο στο Αφγανιστάν και την αίσθηση ασύντακτης υποχώρησης της αμερικανικής
υπερδύναμης σε όλα τα μέτωπα, που οι ίδιοι υπέθεταν ότι θα σφραγίσει το επόμενο
διάστημα. Δική τους η αφέλεια, δική τους η έκπληξη.
Στην πραγματικότητα, ο νέος συνασπισμός προθύμων ήταν μια
κίνηση που προετοιμαζόταν συστηματικά επί μήνες, από τη στιγμή που ανέλαβε την
αμερικανική προεδρία ο Μπάιντεν. Ένα ακόμη βήμα στο στρατηγικό
αναπροσανατολισμό των ΗΠΑ που χάραξε το βαθύ κράτος και ακολούθησαν με συνέπεια
τρεις διαδοχικοί πρόεδροι, οι Ομπάμα, Τραμπ και Μπάιντεν- πολύ διαφορετικοί στο
ύφος και σε άλλες πολιτικές, αλλά σχεδόν ταυτόσημοι στο θέμα που συζητάμε: την
αναδίπλωση της μόνης, αλλά χωλαίνουσας υπερδύναμης από τα χαώδη μέτωπα της Μέσης
Ανατολής, όπου υπέστη τόση φθορά με τους πολέμους του Μπους σε Ιράκ και
Αφγανιστάν, έτσι ώστε να απελευθερωθούν πόροι και δυνάμεις για το κεντρικό
μέτωπο των επόμενων δεκαετιών, μεταξύ Αμερικής και Κίνας.
Πολύ φοβάμαι ότι οι κίνδυνοι από αυτή την εξέλιξη έχουν
υποτιμηθεί, μέχρι στιγμής, στην Ελλάδα- όχι μόνο από τις κυρίαρχες αστικές
δυνάμεις, αλλά και από το αριστερό, αντιιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Ο πρώτος
κίνδυνος αφορά τη διασπορά των πυρηνικών στη ζώνη Ασίας- Ειρηνικού ή και
ευρύτερα. Με τη συμφωνία, η Αυστραλία πρόκειται να αποκτήσει οκτώ πυρηνοκίνητα
υποβρύχια, καθαρά επιθετικά όπλα, τα οποία διαθέτουν μέχρι σήμερα μόνο έξι
μεγάλες δυνάμεις- τα πέντε μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και η Ινδία. Αν
και τα υποβρύχια της Αυστραλίας δεν προβλέπεται (ακόμη;) να φέρουν πυρηνικούς
πυραύλους, η νομιμότητα εξοπλισμού με τέτοιου είδους όπλα αποτελεί γκρίζα ζώνη
στη διεθνή συνθήκη μη εξάπλωσης των πυρηνικών (ΝΡΤ).
Η ζώνη Ινδικού- Ειρηνικού είναι ήδη γεμάτη με δυνάμεις που
διαθέτουν πυρηνικά όπλα (Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Πακιστάν, Β .Κορέα), οπότε κάθε
επιβάρυνση είναι κάτι παραπάνω από ανησυχητική. Έπειτα, από τη στιγμή που αποκτούν
οι Αυστραλοί παρόμοια υποβρύχια με αμερικανική και βρετανική τεχνογνωσία, πώς
θα αρνηθούν οι Αμερικανοί αύριο ένα παρόμοιο αίτημα από την Ιαπωνία ή τη Νότια
Κορέα, που στο κάτω- κάτω είναι πιο κοντά στην Κίνα από την Αυστραλία; Επιπλέον,
τίθεται ένα σοβαρό ερώτημα στρατηγικής φύσης: τα αυστραλιανά υποβρύχια θα
καταναλώνουν ως καύσιμο ασθενώς εμπλουτισμένο ουράνιο, όπως συμβαίνει με τα
κινεζικά και τα γαλλικά, ή (όπερ και το πιθανότερο) ισχυρά εμπλουτισμένο, όπως
τα αμερικανικά και τα βρετανικά; Και πως η λεγόμενη «διεθνής κοινότητα» θα
απαιτεί από το Ιράν να μειώσει τον εμπλουτισμό ουρανίου στο ειρηνικό, τουλάχιστον
μέχρι στιγμής, πυρηνικό του πρόγραμμα, όταν θα επιτρέπει στην Αυστραλία να
εμπλουτίζει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ουράνιο για πολεμικούς σκοπούς;
Ο πιο άμεσος κίνδυνος είναι να παρασύρει το AUKUS όλα τα κράτη της περιοχής, όπου ο
κατάλογος των εδαφικών διεκδικήσεων και των γκρίζων ζωνών θα ξεπερνούσε τις διαστάσεις
αυτού του άρθρου, σε ένα ανεξέλεγκτο ντόμινο εξοπλισμών, κλιμακώνοντας ακόμη
περισσότερο τις ήδη ανησυχητικές εντάσεις. Τα μάτια στρέφονται πρώτα απ΄όλα
στην Ταϊβάν, την οποία όχι μόνο η Κίνα, αλλά και τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούν
αποσχισθείσα κινεζική επαρχία (από το 1971, αναγνωρίζει τη Λαϊκή Κίνα ως
μοναδικό εκπρόσωπο του κινεζικού έθνους). Μια πολιτικός τόσο αμερικανόφιλη όσο
η συντηρητική πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τερέζα Μέι είχε το θάρρος να
ρωτήσει μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων τον διάδοχό της Μπόρις Τζόνσον αν έχει
σκεφτεί ότι με το AUKUS μπορεί να σύρει τη Βρετανία σε έναν πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για την
Ταϊβάν. Το τι θα σημάνει ένας πόλεμος μεταξύ των δύο μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων
μπορεί να μην θέλουμε να το σκεφτόμαστε, αλλά και η στρουθοκάμηλος δεν είναι
περισσότερο ασφαλής με το κεφάλι στην άμμο.
Για τα κράτη- μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εννοούμε τα ισχυρά,
γιατί τα άλλα ποιος τα ρωτάει έτσι κι αλλιώς;) η ανακοίνωση για το AUKUS ήταν μια νέα πολιτική πανωλεθρία. Τα
πολιτικά και δημοσιογραφικά φερέφωνα του ατλαντισμού μέσα στην Ευρώπη μας είχαν
γανώσει τα αυτιά για τη νέα εποχή που θα έφερνε στις διατλαντικές σχέσεις η
απόσυρση του κακού Τραμπ και η άφιξη του καλού Μπάιντεν. Σήμερα συμπεριφέρονται
σαν απατημένοι σύζυγοι, που μαθαίνουν τελευταίοι τα δυσάρεστα μαντάτα.
Ενημερώθηκαν για μια «ιστορική», κατά τον Μπάιντεν, συμφωνία που αλλάζει όχι
μόνο τις περιφερειακές, αλλά και τις διεθνείς ισορροπίες, λίγες ώρες αν όχι
λίγα λεπτά προτού ανακοινωθεί. Η Αμερική για μία ακόμη φορά προτιμά τις σίγουρες
συμμαχίες με τις δεδομένες, γι αυτήν, αγγλόφωνες χώρες από μια Ε.Ε. πολιτικά
πολυδιασπασμένη και στρατιωτικά ανύπαρκτη.
Το δόγμα “America First” του Τραμπ είναι το κατευθυντήριο
δόγμα και του Μπάιντεν, αρέσει- δεν αρέσει. Καλά να πάθουν, αφού δεν έβαλαν
μυαλό ούτε όταν αποκαλύφθηκε ότι επί καλού Ομπάμα οι ΗΠΑ παρακολουθούσαν μέχρι
και το προσωπικό τηλέφωνο της Άγκελα Μέρκελ, χάρη στη συμμαχία παγκόσμιας
παρακολούθησης των «Πέντε Ματιών» (ΗΠΑ, Καναδάς, Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία).
Επιπλέον, ο Μπάιντεν έριξε πολύ αλάτι στην ανοιχτή πληγή του Brexit, δίνοντας ένα σημαντικό δώρο στον
Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος μπορεί να επαίρεται μπροστά στους ομοεθνείς του ότι η
στρατηγική της Global Britain όχι μόνο δεν απομονώνει διεθνώς τη χώρα του, αλλά τη φέρνει
στην πρώτη γραμμή της διεθνούς γεωπολιτικής.
Εκείνη που δέχτηκε το πιο σκληρό πλήγμα από το AUKUS ήταν η Γαλλία, καθώς είχε υπογράψει
το 2016 συμφωνία για παράδοση στην Αυστραλία 12 συμβατικών υποβρυχίων, η οποία
φυσικά ακυρώθηκε εν μια νυκτί. Κυριολεκτικά. Ο ακροδεξιός πρωθυπουργός της Αυστραλίας
Σκοτ Μόρισον συναντήθηκε με τον Μακρόν στο Ελιζέ, τον Ιούνιο και τον ευχαρίστησε
δημοσίως για το πρόγραμμα των γαλλικών υποβρυχίων, ενώ πίσω από την πλάτη του
τα είχε ήδη βρει με τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς. Η ζημιά για τη Γαλλία
δεν είναι τόσο οικονομική (δεν θα φαληρίσει δα η αμυντική της βιομηχανία με την
ακύρωση ενός συμβολαίου, αντίθετα η Αυστραλία θα πληρώσει ακριβά που το
έσπασε), όσο γεωπολιτική. Όντας η μόνη ευρωπαϊκή χώρα με διαρκή παρουσία στον
Ινδοειρηνικό, όπου έχει κάπου δύο εκατομμύρια πολίτες και χιλιάδες στρατιώτες
χάρη στις υπερπόντιες κτήσεις της (Νέα Καληδονία, Γαλλική Πολυνησία, Ρεουνιόν),
η Γαλλία θεωρούσε ότι κατέχει δικαιωματικά μια προνομιακή θέση στο τραπέζι. Η
ώρα της αλήθειας ήρθε και δεν αφορά μόνο τη συγκεκριμένη περιοχή: υπενθυμίζει
στη Γαλλία ότι οι στρατιωτικές φιλοδοξίες της και η μεγαλόστομη ρητορική της υπερβαίνουν
κατά πολύ τα οικονομικά και πολιτικά της μεγέθη.
Όσο για την Ε.Ε., η τριμερής αγγλοσαξωνική συμμαχία ήρθε για
μία ακόμη φορά να υπογραμμίσει τη γεωπολιτική της αδυναμία και τον κίνδυνο να περιθωριοποιηθεί
σε μια διπολική, παγκόσμια αναμέτρηση ΗΠΑ- Κίνας, όπου θα κληθεί να πάρει θέση
ως κομπάρσος της Αμερικής. Για να πούμε του στραβού το δίκιο, ο Μακρόν έκρουε
τον κώδωνα του κινδύνου από την αρχή της θητείας του και ήταν ίσως ο μόνος
ηγέτης ισχυρής ευρωπαϊκής χώρας που δεν είχε αυταπάτες για την εκλογή Μπάιντεν,
επιμένοντας στην ανάγκη «στρατηγικής και αμυντικής αυτονομίας της Ευρώπης».
Ωστόσο η ευρωπαϊκή αυτονομία και η ευρωάμυνα είναι τα πιο
ανούσια και κουραστικά θέματα για τους δημοσιογράφους του διεθνούς ρεπορτάζ εδώ
και πάνω από 20 χρόνια, ένας μιντιακός μονόκερος, τον οποίο κανείς δεν έχει δει
και κανείς δεν υπολογίζει σοβαρά ότι θα τον δει στη διάρκεια του βίου του. Ακόμη
κι αν αφήσουμε στην άκρη την πολυπληθή Πέμπτη Φάλαγγα των Αμερικανών στην
Ευρώπη, η ευρωπαϊκή χειραφέτηση θα προϋπέθετε δύο πράγματα: Κατ’ αρχάς, να δεχτεί
η Γαλλία να μοιραστεί (δηλαδή να θέσει υπό ευρωπαϊκή συγκυριαρχία) το αμυντικό της
δυναμικό, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων, που αποτελεί το βασικό
σημείο υπεροχής της, με αντάλλαγμα να δεχτεί η Γερμανία να μοιραστεί την
οικονομική ισχύ που εξασφαλίζει, σε μεγάλο βαθμό, απομυζώντας τους ασθενέστερους
εταίρους μέσω της ευρωζώνης. Επιπλέον, να βρουν οι Ευρωπαίοι ένα modus vivendi με τη Ρωσία, χωρίς το οποίο κάθε
σκέψη για ευρωπαϊκή ανεξαρτησία και ασφάλεια είναι απλά κουβέντα να γίνεται.
Και τα δύο φαίνονται να απέχουν έτη φωτός από τη σημερινή πολιτική
πραγματικότητα στην Ε.Ε.
Αλλά ακόμη και αν γινόταν στο μέλλον ένα τέτοιο θαύμα, οι
ακραιφνείς ευρωπαϊστές θα κάνουν καλά να προσέχουν τι εύχονται γιατί μπορεί να
το πάθουν. Μια Ε.Ε. που θα γίνει ανεξάρτητη για να μπορεί να ανταγωνίζεται επί
ίσοις όροις με τις ΗΠΑ και την Κίνα για τη διανομή της ιμπεριαλιστικής λείας, μόνο
δεινά θα έφερνε στους λαούς της- τους μόνους που μπορούν να αποτρέψουν μια
πορεία προς καινούργιους, σκοτεινούς χρόνους. Από μια άποψη, η συγκρότηση του AUKUS θέτει τους Ευρωπαίους ενώπιον
ανάλογων διλημμάτων και κινδύνων με την εγκατάσταση πυραύλων Πέρσινγκ-2 και
Κρουζ στην Ευρώπη, με στόχευση τη Σοβιετική Ένωση, τη δεκαετία του 1980. Τότε,
το μεγάλο αντιπολεμικό κίνημα που ξέσπασε, δεν απέτρεψε τελικά την καθήλωση της
Ευρώπης στον τελευταίο τροχό το αμερικανικού άρματος. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη
φορά τα πράγματα θα εξελιχθούν αλλιώτικα.
Σχόλια
Κ. Κρικέλης
(Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα θα εξελιχθούν αλλιώτικα.)για να δούμε !!!
Η Ταιβάν έγινε τμήμα του Κινέζικου κόσμου τον 17ο αιώνα, όταν ο Τζεν ΤσενγκΓκονγκ (στρατηγός της δυναστείας των Μίνγκ, που επανάστησε ενάντια στους Τσινγκ) νίκησε τους Ολλανδούς που κατείχαν τότε την Ταιβάν, και ίδρυσε το Βασίλειο της ΝτονγκΝινγκ, με βασιλιά τον εαυτό του.
Αυτό το βασίλειο επέζησε γύρω στα 40 χρόνια μέχρι που οι Τσινγκ το κατέλαβαν, κυρίως επειδή φοβόντουσταν ότι μπορεί να αποτελέσει μοντέλο αποστασιοποίησης άλλων περιοχών της Κίνας. Ένα μόνιμο και υπαρκτό πρόβλημα για την Κίνα που σε όλη της την ιστορία χαρακτηρίζεται από μια συνεχή πάλη για την ομογενοποίηση ενός ανομοιογενούς πληθυσμού (ακόμα και το γραφικό σύστημα αυτό εξυπηρετεί: γράφεται παντού το ίδιο (και ομογενοποιεί), αλλά διαβάζεται παντού αλλοιώτικα (ανομοιογένεια)).
Οι Τσινγκ κρατήσανε την Ταιβάν υπό την κατοχή τους για γύρω στα διακόσια χρόνια. Όλη αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από συνεχόμενες εξεγέρσεις κι επαναστάσεις (οι ιστορικοί μετράνε πάνω από 100 ξεσηκωμούς, μερικοί πολύ μεγάλοι, άλλοι τοπικές ταραχές). Όταν μιλούσαν στην Κίνα για την Ταιβάν συχνά πυκνά τους έβγαινε η φράση "κάθε τρία χρόνια ξεσηκωμός, κάθε πέντε χρόνια επανάσταση".
Το 1895 οι Τσινγκ παραχώρησαν την Ταιβάν στην Ιαπωνία σαν τμήμα των πολεμικών αποζημιώσεων για τον Κινεζο-γιαπωνέζικο πόλεμο. 'Οποιος κάτοικος της Ταιβάν ήθελε, είχε προθεσμία δύο χρόνων να ποθλήσει την περιουσία του ατην Ταιβάν και να μετακομίσει στην Κίνα. Λιγότερα από 200 άτομα έκαναν χρήση αυτού του δικαιώματος. Αλλά από την άλλη μεριά οι Ταιβανέζοι ξεσηκώθηκαν και κήρυξαν την Δημοκρατία της Ταιβάν (για κάποιο παράξενο λόγο όταν μεταφράζεται στα Αγγλικά το κάνουνε Δημοκρατία της Φορμόζας, αλλά αυτό είναι βλακείες, στα Κινέζικα ήταν ΤαιΟυαν ΜινγκΤζουΓκουο). Την οποία Δημοκρατία της Ταιβάν κατέλαβαν γιαπωνέζικα στρατά, αν και ακολούθησε ανταρτοπόλεμος μέχρi το 1902 που στοίχισε τη ζωή σε 14.000 Ταιβανέζους (σχεδόν το 0,5% του πληθυσμού της τότε). Και οι εξεγέρσεις συνεχίστηκαν συνέχεια σε όλη την διάρκεια της γιαπωνέζικης κατοχής.
Το 1996 εκλέγεται ο πρώτος πρόεδρος σε χώρα του Κινέζικου κόσμου, σε ελεύθερες εκλογές και υπό την απειλή εισβολής από την Κίνα. Το δημοκρατικό καθεστώς καθορίζει τα σύνορα της Δημοκρατίας της Κίνας να είναι τα ίδια με τα σύνορα της Ταιβάν (στην πραγματικότητα αυτό είναι απόρριψη της θέσης του ΚΜΤ και του ΚΚΚ πέρι "μιας Κίνας") και θέλει να μετονομάσει την χώρα σε Δημοκρατία της Ταιβάν, αλλά την αποθαρρύνει η απειλή της Κίνας περί πολέμου. Ταυτόχρονα επιτρέπεται πάλι σε Ταιβανέζους να μιλήσουν Ταιβανέζικα (μέχρι το 1988 ήταν φυλακίσιμο το να μιλήσεις Ταιβανέζικα).
Όσο για την σύνθεση του λαού και της πολιτισμικής του ταυτότητας, αυτά που αναφέρεις είναι πολύ απλοποιημένα. Για παράδειγμα, το 90% του πληθυσμού είναι Χαν, αλλά στο 25% των γάμων την τελευταία δεκαετία ό ένας τουλάχιστον σύζυγος δεν ήταν Χαν, 10% των παιδιών του δημοτικου έχουν ένα τουλάχιστον γονέα που δεν είναι Χαν -όπως τα δυο παιδιά μου. Το γλωσσικό ζήτημα είναι πολύ μπερδεμένο για να το αναλύσουμε τώρα, απλά να αναφέρουμε ότι τα Μάνταριν Κινέζικα που μιλιούνται στην Ταϊβάν έχουν μεγαλύτερη διαφορά από ότι τα Αμερικάνικα Αγγλικά από τα Βρετανικά Αγγλικά. Πιθανότατα θα ήταν σωστό να υποστηρίξουμε ότι οι Ταϊβανέζοι είναι τμήμα του Κινέζικου κόσμου, κι έχουν σημεία επαφής με άλλες περιοχές αυτου του κόσμου (Κίνα, Σιγκαπούρη, Ινδονησία, Φιλιππίνες, κτλ), αλλά και σημαντικά σημεία διαφοροποίησης.
Θα ήθελα ( αν έχεις ενημέρωση )
Να γράψεις πως αντιδρά η Κίνα.
Σ' ευχαριστώ !
-Στρατιωτική πίεση στην Ταϊβάν με συνεχείς πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών, γυμνάσια κλπ.
-Οικονομική πίεση στην Αυστραλία, για την οποία η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος. Ήδη της είχε επιβάλει κυρώσεις από τότε που η Καμπέρα ζήτησε διεθνή έρευνα για την προέλευση του Covid-19 ρίχνοντας ευθύνες στο Πεκίνο. Σε πρώτο χρόνο, η Κίνα υπέστη πολιτική ήττα, καθώς η Αυστραλία, που για χρόνια ήθελε να ισορροπεί μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου, αναγκάστηκε να διαλέξει στρατόπεδο.
-Συμμετοχή της Κίνας στη συμφωνία για ζώνη ελευθέρου εμπορίου της Νοτιοανατολικής Ασίας και (μόλις προχθές) αίτημα για ένταξη στη ζώνη ελευθέρου εμπορίου των χωρών του Ειρηνικού (θα πάρει πολύ χρόνο να εξεταστεί το αίτημά της).
-Σύσφιξη στρατιωτικής συνεργασίας με τη Ρωσία στο πλαίσιο του Συμφώνου της Σαγκάης, όπου αυτή τη βδομάδα (δηλαδή μετά το AUKUS) άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο ένταξης και του Ιράν.
Προφανώς το παιχνίδια θα κρατήσει πολύ και παίζεται σε πολλά επίπεδα.